Τί σημαίνει ο όρος «ιθαγένεια»;

Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος γεννιέται αποκτά «ιθαγένεια». Τί σημαίνει όμως ο όρος αυτός; Είναι ο «δημοσίου δικαίου νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει». Με άλλα λόγια, είναι «η νομική και πολιτική ιδιότητα ενός ατόμου ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος στο οποίο ανήκει». Κατά κανόνα η ιθαγένεια είναι ίδια με έναν από τους γονείς ενός ανθρώπου (δίκαιο του αίματος). Υπό προϋποθέσεις, όμως, η ιθαγένεια αλλάζει με βάση τον τόπο γέννησης (δίκαιο του εδάφους).

Ένας άνθρωπος, δηλαδή, μπορεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ν’ αποκτήσει και δεύτερη ιθαγένεια οικειοθελώς, μέσω πολιτογράφησής του. Εφικτή είναι επίσης η αφαίρεση ιθαγένειας ενός ανθρώπου, εάν -για παράδειγμα- συμμετάσχει σε πράξεις προδοσίας μίας χώρας. Σ’ αυτή τη περίπτωση και αν δεν έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους, χαρακτηρίζεται ως «ανιθαγενής».

Στην Ελληνική νομική γλώσσα, ταυτόσημος με τον όρο της ιθαγένειας είναι και αυτός της υπηκοότητας,. Ωστόσο, λέμε Ελληνική ιθαγένεια και Έλληνας υπήκοος, όχι Έλληνας ιθαγενής. Υπήκοος είναι ο πολίτης που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους.

Scroll to Top