Η παροιμιώδης φράση «εκτός τόπου και χρόνου» αποδίδεται μεταφορικά σε κάποιον που έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, σε κάποιον δηλαδή που συμπεριφέρεται, μιλά ή ενεργεί ερήμην της ή ακόμα κι εναντίον της. Η πραγματικότητα νοείται ως επίγνωση του τόπου, στον οποίο ζει κάποιος, ταυτόχρονα όμως νοείται και ως επίγνωση του χρόνου, επίγνωση δηλαδή των γνωρισμάτων ή των κυρίαρχων ιδεών της εποχής.
Τόπος και χρόνος εμφανίζονται στην φράση αυτή ως ζεύγος εννοιών, άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους, καμία δε από τις οποίες δεν μπορεί να λειτουργήσει λογικά χωρίς να λειτουργήσει και η άλλη στον ίδιο ακριβώς βαθμό έντασης ή ισχύος.
Ο τόπος και ο χρόνος, η επίγνωση δηλαδή του τόπου και του χρόνου, είναι στην απόλυτη χημική τους ένωση βασική προϋπόθεση λογικής συμπεριφοράς του ατόμου που εκτιμά τον ρεαλισμό, μιλά επομένως και ενεργεί ρεαλιστικά.