10 ποιήματα για την Τριχωνίδα

Ο Κωστής Παλαμάς καταγράφει την Τριχωνίδα ως λίμνη του Βραχωριού, του Αγρινίου δηλαδή, και, μαζί με τη Λυσιμαχία, την υμνεί ως εξής:

Ξέρω δυο λίμνες ξωτικές, δυο λίμνες αδερφάδες
με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού τα κάλλη.
Για ονειροπλέκτες έρωτες και για τραγουδιστάδες
Τη λίμνη τ΄ Αγγελόκαστρου, του Βραχωριού την άλλη.

Στις δύο λίμνες αναφέρεται και ο λυρικός μας ποιητής Kώστας Kρυστάλλης, στο ποίημά του «Ο καλόγερος της Kλεισούρας»:

«… οι λίμνες τ` Aγγελόκαστρου και τ` Aγρινιού εκεί κάτω
σα να `ναι ασήμι αστράφτουνε καταμεσίς χυμένο».

Την Τριχωνίδα ύμνησαν και ο J.L.S. Bartholdy το 1803, ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Φραγκίσκος Πουκεβίλ το 1815, ο Δημήτρης Βικέλας το 1885 και την ίδια εποχή ο Γεώργιος Δροσίνης.

Εδώ, δέκα (10) ποιήματα για την Τριχωνίδα του Παντελή Φλωρόπουλου:

Α΄

Η ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Η λίμνη Τριχωνίδα είναι
τριών εκατομμυρίων ετών.

Επί τρία εκατομμύρια έτη
το ίδιο νερό
το ίδιο κύμα
ο ίδιος μαΐστρος.

Τάχα δεν είναι αθάνατο
της Τριχωνίδας το νερό;

Β΄

ΤΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ

Το ασημί της άπλωσε στον ήλιο
η Τριχωνίδα

καθρέφτης των ψηλών βουνών
και των νεφών
που στέκουν
κι η Αφροδίτη της Μυρτιάς
από ψηλά λυγίζει

αιθέρια καθρεφτίζεται
και τα μαλλιά χτενίζει.

Γ΄

ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΊΛΕΜΑ

Το ηλιοβασίλεμα στην Τριχωνίδα
είναι πιο όμορφο
από το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη.

Όχι γιατί είναι πιο όμορφο.
Αλλά γιατί
αυτό είναι το δικό μου ηλιοβασίλεμα.

Δ΄

ΙΡΙΔΙΣΜΑΤΑ

Ο ήλιος στο ποτήρι σου
μεθάει την Τριχωνίδα

κι εγώ για το χατίρι σου
κάνω πως δεν το είδα.

Ε΄

ΑΠΕΛΘΕΤΩ

Τόσα ηλιοβασιλέματα στην Τριχωνίδα
που δεν είδα
κι ανατολές

πόσες φεγγαράδες έχασα
φεύγοντας κάποτε απ’ τη μικρή
πατρίδα…

Πού να γυρίσω;
Και πώς τις διαρκείς μου εποχές
απ’ την αρχή
ολόκληρη ζωή που πίσω μου άφησα
να ξαναρχίσω;

Ας είναι τώρα η μαγική στιγμή
που μέσα της το παρελθόν και το παρόν
μαζί
θα κλείσω

του κόσμου αυτού να περιέχει την αρχή
το διάβα του όλο
κι όλα
χωρίς το τέλος του ποτέ να ζήσω.

ΣΤ΄

ΚΑΗΜΟΣ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Μάνα μου είναι η πολύλοφη Μυρτιά
με τις μικρές πηγές που θήλασα
παιδάκι.

Έχω τ’ απόσκια της για σπίτι πατρικό.
Πράσινος κάμπος η αυλή. Κι εγώ
άστατος ίσκιος στο σοκάκι
μια κουκκίδα.

Και κάθε σούρουπο το σούρουπο
αχ
να έχει κάτι από κείνο τον παλιό
καιρό
αρχαίο ξόρκι αφανέρωτης μαγείας
κατά το δείλι που μου φέρνει έναν καημό
το πέλαγος της Αιτωλίας
η Τριχωνίδα.

Ζ΄

ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ

Καλά είν’ εδώ χωρίς
το θρόνο μου τον θεϊκό τη φορεσιά
την πύρινη
δεν περιέχω
τον καιρό τις πράξεις των ανθρώπων
δε βλέπω
εγώ γινόμενα μικρούς ολέθρους πόνους
και δε μαντεύω
το γραφτό δικό ή της φυλής μου
σοφά είν’ όλα μέτρια
και λίγα
μην και ανόητα ελάχιστα ή έσχατα
σοφά
μακάρια
στο δειλινό και πλάι στο νερό το ήσυχο
στο μύρο της ιτιάς το φλοίσβο
της Τριχωνίδας μου
βότσαλα πετώ νωχελικά πιο μακριά
κάθε φορά
πιο μακριά
και μόνος.

Η΄

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΑΣ

Οι ελέφαντες είναι δέντρα που περπατάνε
απολιθώματα μιας εποχής μυθικής
χιλιόχρονοι πλάτανοι χωρίς φυλλώματα
η προβοσκίδα τους
είναι ρίζα που χώνεται στη μήτρα του νερού
κι ο πλάτανος της Μυρτιάς
είν’ ένας ελέφαντας καθιστός
εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια μαρμαρωμένος
και μαγεμένος από τα κάλλη της
Τριχωνίδας να τον γητεύουν
έτσι πέρασαν αιώνες από έρωτα και φύτρωσε
στην καρέκλα του άνθισε από αγάπη τερπνός
φυλλώθηκε με τον καιρό σα νιος καθρεφτίστηκε
στα νερά της χτενίστηκε αρρενωπός
«έλα» θα του πει μια φεγγαρίσια νύχτα
και θα χυθεί
στο κορμί της από το πάθος να ξαποστάσει
όλα σαν πρώτα θα γίνουνε ήχος και ύστερ’ αχός
σαν ένας φλοίσβος στην αμμουδιά που θα σπάσει.

Θ΄

Η ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑΣ

Επί τρία εκατομμύρια χρόνια κάθε αυγή
χτενίζεται η αμμουδιά της Τριχωνίδας
κρατώντας στο δεξί χέρι του καιρού
το χτένι το υδάτινο του φλοίσβου
και τη μορφή της ατενίζοντας
στον γαλανό καθρέφτη τ’ ουρανού.

Μα ποιος
την έβλεπε “στην τρίχα” φροντισμένη
σε ποια γιορτή θεού

για ποιον χτενίζει ακόμα τα μαλλιά της
ποιον προσμένει
και στο πανηγύρι του Ήλιου σα θεά χορεύει
ποιον εραστή της θα περίμενε να ρθει
στο πρώτο ραντεβού
πώς ήταν άραγε το πρώτο της φιλί

σε ποιους φαντάζει άραγε
αγάπη μακρινή και ξένη;

Χτενίζεται η Τριχωνίδα στη Μυρτιά
επί τρία εκατομμύρια χρόνια
κάθε αυγή
κρατώντας στο δεξί χέρι του νερού
το χτένι το αέρινο της αύρας
το είδωλό της ατενίζοντας στον γαλανό
καθρέφτη τ’ ουρανού.

Και κάθε αυγή
επί τρία εκατομμύρια χρόνια κατεβαίνουν
οι θεοί
για να σταθούνε πύρινοι στο χτένισμά της
παραστάτες

μα δε μπορεί κανείς απ’ τους ανθρώπους
να τους δει
γιατί στα μάτια που ανοιγοκλείνουν διαφεύγει
το κλάσμα του φωτός
η αστραπή
η εξαίσια της έλευσής τους η στιγμή
ένα βλεφάρισμα
η αίσθηση
μια φευγαλέα και θεσπέσια μουσική
στην άρπα τους που παίζουν μυστικά
οι νύμφες και οι νεράιδες ανά ζεύγη.

Ι΄

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Όταν διψάει ο Θεός, τα δυο του χέρια απλώνει
– Αράκυνθο και Παναιτωλικό – τα δυο βουνά σιμώνει
μια χούφτα κάνει θεϊκή, τη λίμνη Τριχωνίδα,
πίνει νερό, δροσίζεται. Πολλές φορές τον είδα.

Αράκυνθος και Παναιτωλικό είναι τα δυο Του χέρια
τα πόδια Του πατούν στη γη κι ο νους Του είναι στ’ αστέρια
κι η Τριχωνίδα η θεϊκή μια χούφτα για να πίνει
να ξεδιψάει ο Θεός μες του Φωτός τη δίνη.

Αυτό σημαίνει “Τριχωνίς”: Χοάνες τρεις ή Πύλες,
να ρθουν, να φύγουν οι θεοί από υπερκόσμιες στήλες.
Κι όταν μια μέρα θα φανούν οι στρόβιλοι στα ουράνια
στην αμμουδιά της θα ριγούν καλάμια, ιτιές, πλατάνια.

Δεν διάλεξα στην όχθη της να γεννηθώ στην τύχη
θαρρώ πως ήρθα πορθητής για να γκρεμίσω τείχη
να διαλύσω την αχλή που την ψυχή κλειδώνει
και δεν αφήνει για να δει το Φως που την υψώνει.

Όταν διψάω τώρα εγώ, τα δυο μου χέρια απλώνω
– Αράκυνθο και Παναιτωλικό – τα δυο βουνά σιμώνω
μια χούφτα κάνω θεϊκή, τη λίμνη Τριχωνίδα,
πίνω νερό, δροσίζομαι, σαν τον Θεό που είδα.

Scroll to Top