Στον ενικό, «πεποίθηση» σημαίνει εμπιστοσύνη στον εαυτό, αυτοπεποίθηση, θάρρος, σταθερή γνώμη, άποψη, βεβαιότητα, η οπτική των πραγμάτων, η πίστη, η στάση ζωής, η ιδέα. Π.χ. «ανύπανδρος εκ πεποιθήσεως». Στον πληθυντικό, «πεποιθήσεις» σημαίνει κάτι ευρύτερο απ’ ό,τι στον ενικό: Ιδεολογία, φιλοσοφία, πολιτική ή κομματική ένταξη, θρησκευτική ένταξη, ηθική αντίληψη, ηθικές αρχές, αξίες. Τόσο οι έννοιες του ενικού, όσο και οι έννοιες του πληθυντικού σχηματίστηκαν δια της πειθούς, με την πειθώ, με παράθεση επιχειρημάτων, όχι διά της βίας ή της επιβολής.
Με βία ή εξαναγκασμό σχηματίζονται συνήθως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οποίες συχνά ταυτίζονται με τις εθνικές πεποιθήσεις. Συμβαίνουν κυρίως σε πρότερο ιστορικό χρόνο. Για παράδειγμα ο εξισλαμισμός των χριστιανών ή, παλαιότερα, ο εκχριστιανισμός των αρχαίων Ελλήνων που διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις των επόμενων γενεών της φυλής, στερεοποίησαν μία ορισμένη οπτική τους για το έθνος ή για τον κόσμο.
Οι πεποιθήσεις δεν είναι εξ ορισμού ταυτόσημες με την αλήθεια, ούτε εξ ορισμού ταυτόσημες με το ψέμα. Είναι στερεοποιημένες αντιλήψεις, οι οποίες επιδέχονται από βελτίωση, έως απόρριψη. Είναι από την φύση τους υποθέσεις ή ερεθίσματα, συνήθως της παιδικής ηλικίας που σχηματίστηκαν κυρίως στην περίοδο της κοινωνικοποίησης (στην ηλικία των 2 έως 5 ετών) και στο πέρασμα του καιρού «στοίχειωσαν» στο μυαλό, χωρίς ν’ αναιρεθούν ποτέ από μία μεταγενέστερη νοητική διαδικασία. Κάποιες φορές δεν διαφέρουν από τις φαντασιώσεις ή τις ψευδαισθήσεις.
Πεποιθήσεις εμφυτεύουν στις συνειδήσεις των οπαδών τους τόσο οι θρησκευτικές, όσο και οι πολιτικές κοσμοθεωρίες, εν γένει δε, όλα ανεξαιρέτως τα δόγματα.
Υπάρχουν φανερές, αλλά και μη φανερές πεποιθήσεις. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι λεκτικοποιημένες, οι διατυπωμένες πεποιθήσεις που αντιστοιχούν στο συνειδητό. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι άλεκτες, οι ανομολόγητες πεποιθήσεις που αντιστοιχούν στο ασυνείδητο.
Οι πεποιθήσεις παρέχουν στο άτομο μία αίσθηση ταυτότητας, γι’ αυτό και είναι ισχυρές. Βάσει των πεποιθήσεών του ο άνθρωπος τοποθετεί τον εαυτό του σε μία ομάδα, σε μία κοινωνία, σε μία φυλή, σε ένα έθνος, σε ένα δόγμα, σε ένα θρησκευτικό ή πολιτικό Κίνημα κλπ.
Η λέξη «πεποιθήσεις» προέρχεται από τον παρακείμενο β΄ «πέποιθα» του ρήματος «πείθω» στην ενεργητική φωνή και «πείθομαι» στην παθητική. «Πέποιθα» σημαίνει «έχω πεισθεί».