Τί σημαίνει η λέξη «όχληση»;

Όχληση. Στ’ αρχαία Ελληνικά «όχλησις». Είναι η ενόχληση. Η δυσφορία από τον θόρυβο του όχλου. Η διατάραξη της γαλήνης. Η στενοχώρια. Το σύμπτωμα ασθένειας. Η αηδία.

«Όχλος» είναι το «ασύντακτο πλήθος», η «ανεξέλεγκτη μάζα ανθρώπων».

Στη νομική της διάσταση η λέξη «όχληση» σημαίνει: Υπόμνηση για εκπλήρωση υποχρέωσης.

Χρησιμοποιείται επίσης με οικολογική σημασία, π.χ. «βιομηχανία μικρής ή μεγάλης ή βαριάς όχλησης».

Παράγεται από το ρήμα «οχλέω, οχλώ». Που σημαίνει «ενοχλώ».

Παράγωγες λέξεις: Οχληρός, οχληρώδης, οχλητικός, ενοχλητικός, οχλοκρατία, οχλοβοή, οχλαγωγία κλπ.

Scroll to Top