Τί σημαίνει η φράση «σε δουλειά να βρίσκομαι»;

Η φράση «σε δουλειά να βρίσκομαι» ή «σε δουλειά να βρισκόμαστε» δεν έχει καταγεγραμμένη προέλευση, άρα η ερμηνεία της είναι δυνατή ως μεταφορά. Η ατμόσφαιρα της φράσης προδίδει πάντως την γνωστή λαϊκή θυμοσοφία, η οποία παράγει συχνά όσο και ανώνυμα τέτοιες φράσεις ή αποδίδει με παραβολές τις καταστάσεις που δεν έχουν ή δε μπορούν να έχουν βρει το ουσιαστικό τους όνομα. Με άλλα λόγια είναι μία περιφραστική έκφραση της τεμπελιάς που υπέχει πια θέση μύθου.

Μπορείς να φανταστείς έναν αγρότη που κάνει όλες τις αναγκαίες εργασίες στο λιοστάσι του, αλλά δεν έχει καμία προσδοκία να πουλήσει το λάδι του σε καλή τιμή. Μια τέτοια εικόνα έχει την έννοια της ματαιοπονίας.

Μπορείς επίσης να φανταστείς φυλακισμένους που δεν έχουν καμία χρήσιμη δουλειά να κάνουν, οπότε οι δεσμοφύλακες τους βάζουν να σπάνε πέτρες μόνο και μόνο για να τους απασχολήσουν με κάτι, για να μην κάθονται. Μια τέτοια περίπτωση έχει την έννοια της πρόφασης.

Η θυμοσοφική αυτή φράση ανήκει στην ίδια συνομοταξία των λαϊκών γνωμικών που ανήκει εκείνο το γνωστό μεν, αθυρόστομο δε: «Δουλειά δεν είχε ο διάολος, γαμούσε τα παιδιά του».

Μπορείς επίσης να φανταστείς κάποιον που εργάζεται ανόρεχτα, σα να κάνει αγγαρεία. Κι ακόμα να υπολογίσεις – ατμοσφαιρικά πάντα – ότι αυτό που αυτός ο εργαζόμενος κάνει τόσο ανόρεχτα, δεν έχει κάποια χρησιμότητα, γίνεται άνευ λόγου, μόνο και μόνο για να γίνεται κάτι. Είναι μια εργασία που δεν καταλήγει ποτέ, σε τίποτα. Μια τέτοια εικόνα έχει την έννοια πως η δουλειά χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να πάρει κάποιος τον μισθό του ή για να εκτίσει την ποινή του. Είναι μια επίφαση εργασίας για να δικαιολογηθεί κάτι άλλο που δεν έχει σχέση μ’ αυτήν ή το αποτέλεσμά της δεν θα έχει καμιάν αξία.

Η φράση ανήκει στην ίδια συνομοταξία των εκφράσεων που λέγονται για την όποια κυβέρνηση, όταν – για να βολεύει τους ψηφοφόρους της – ιδρύει κρατικούς Οργανισμούς με ασαφές ή ανύπαρκτο αντικείμενο. Αυτοί που δουλεύουν ή θα δουλεύουν σε τέτοιους Οργανισμούς, δηλαδή σε τεχνητές θέσεις εργασίας, «βαράνε μύγες». Η μόνη δικαιολογία της εργασίας τους είναι «σε δουλειά να βρισκόμαστε».

Μπορεί όμως να σημαίνει και την άσκοπη, την περιττή ή την αδιέξοδη γραφειοκρατία, η οποία βασανίζει τις επιχειρήσεις, όταν το κράτος τις υποχρεώνει να κάνουν άχρηστη, ανόητη, πάντα όμως εξόχως δαπανηρή εργασία.

Εν ολίγοις η φράση «σε δουλειά να βρίσκομαι» σημαίνει: Υποκρίνομαι ότι δουλεύω για να περάσει το υποχρεωτικό ωράριό μου να φύγω, κοροϊδεύω το αφεντικό, σκοτώνω την ώρα μου, χαζολογώ.

Scroll to Top