Η φράση «ειρήσθω εν παρόδω» σημαίνει: «Να πω κάτι σε παρένθεση». Σύμφωνα με το λεξικό του καθηγητή Μπαμπινιώτη «χρησιμοποιείται για την προαναγγελία της αναφοράς από τον ομιλητή στοιχείων παρενθετικών, συμπληρωματικών».
Είναι μία λόγια έκφραση που χρησιμοποιείται από ομιλητές ή ρήτορες, όταν θέλουν να διακόψουν τη ροή του λόγου τους ή της σκέψης τους για να πουν εν συντομία κάτι δευτερεύον, εκτός προγράμματος ή κάτι επιπλέον, αλλά σχετικό με το κύριο θέμα ή σχετικό με κάποια ειδική αναφορά του κυρίου θέματος.
Η έκφραση «ειρήσθω εν παρόδω» προέρχεται από τον προφορικό λόγο, συναντάται όμως και στον γραπτό. Ειδοποιεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη ότι: Θα ξεφύγουμε λίγο από το κύριο θέμα και θα επανέλθουμε αμέσως μετά, για να πούμε σ’ αυτό εδώ το σημείο κάτι που δεν πρέπει να μας διαφύγει.
Αντί της φράσης «ειρήσθω εν παρόδω» χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό και η λέξη «παρεμπιπτόντως». Σκοπός και των δύο εκφράσεων είναι η παροχή μιας διευκρίνισης.
Η λέξη «ειρήσθω» είναι γ΄ πρόσωπο προστακτικής παρακειμένου του ρήματος «λέγω».
Η λέξη «εν» είναι πρόθεση, που σημαίνει «εντός», «μέσα», «εις», «σε».
Η λέξη «παρόδω» είναι πτώση δοτική του ουσιαστικού «πάροδος» (σύνθετη λέξη από την πρόθεση «παρά» + το ουσιαστικό «οδός») που σημαίνει: Μικρός δρόμος, δρομάκι, στενός ή δευτερεύων δρόμος που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο, ο παράδρομος.
«Πάροδος» – σε αντιπαραβολή με την κεντρική είσοδο – λεγόταν και καθεμιά από τις πλάγιες εισόδους του αρχαίου θεάτρου από τις οποίες έμπαιναν στην ορχήστρα ο χορός και οι ηθοποιοί.
«Πάροδος λεγόταν επίσης το πρώτο άσμα της αρχαίας τραγωδίας, μετά τον πρόλογο.