Η λέξη «στίγμα», σύμφωνα με το λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη, σημαίνει:
Ανεξίτηλο σημείο στο δέρμα από χτύπημα ή χάραγμα με οξύ όργανο ή καυτηρίαση // κηλίδα πάνω σε οποιαδήποτε επιφάνεια, λεκές // (μτφ.) ηθική κηλίδα // (ιατρ.) σύμπτωμα νοσηρής κατάστασης όχι φανερό // (βοταν.) η κορυφή του στύλου όπου επικάθονται και βλαστάνουν οι γυρεόκοκκοι // (ναυτ.) σημείο πάνω σε ναυτικό χάρτη που δείχνει την γεωγραφική θέση πλοίου σε ορισμένη στιγμή της πορείας του.
Προέρχεται από το ρήμα «στίζω» = προκαλώ στίγματα με έγκαυση, κάνω τατουάζ // βάζω σημεία στίξης. Αλλά και στιγματίζω.
«Στίγμα» είναι το τατουάζ (δερματοστιξία), κατάλοιπο του στιγματισμού των δούλων, ανεξίτηλη απόδειξη δουλείας.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν στιγμάτιζαν το σώμα τους για να διακρίνονται από τους βαρβάρους, οι οποίοι ως υπήκοοι του Μεγάλου Βασιλέως (των Περσών) όφειλαν να είναι «στιγματίαι» δηλαδή στιγματισμένοι: «Στίζονται δε πάντες οι μεν ες καρπούς (χειρών), οι δε αυχένας»…
Από τον στιγματισμό εκείνον (των δούλων) φορτίζεται αρνητικά η λέξη μέχρι και σήμερα.
Στο Δευτερονόμιον ΙΕ,17 της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται: «Τρυπήσεις το ωτίον αυτού και έσεταί σοι οικέτης εις τον αιώνα». Άμα τρυπήσεις το αυτί του θα είναι για πάντα υπηρέτης σου.
«Στίγμα» επίσης λέγεται και το σύμβολο του αριθμού έξι (6) στο αρχαίο Ελληνικό σύστημα αρίθμησης, ο οποίος αποτυπώνεται ως «στ». Σε παλαιότερα κείμενα το ζευγάρι «στ», μέσα στη λέξη γραφόταν ως «ς», π.χ. ςρατός = στρατός.
Υπάρχουν πολλές μεταφορικές εκφράσεις με τη λέξη «στίγμα»: Ιδεολογικό στίγμα, κοινωνικό στίγμα, γεωγραφικό στίγμα, στίγμα Μεσογειακής αναιμίας κλπ.
«Αστιγματισμός» είναι ασθένεια των ματιών.
Με τον τίτλο «Στίγμα» υπάρχει και βραβευμένη Ελληνική ταινία του σκηνοθέτη Παύλου Τάσιου (1982).