Το σαγκουίνι Γουρίτσης

Το σαγκουίνι Γουρίτσης ανήκει στην οικογένεια των αιματόχρωμων πορτοκαλιών, είναι δε το πιο όψιμο όλων. Αποκαλείται και «πορτοκάλι της άνοιξης» επειδή παίρνει τη μοναδική γεύση του χυμού του το Μάρτιο, κορυφώνεται τον Απρίλιο και συνεχίζει γλυκαίνοντας μέχρι τον Μάιο, προτού αρχίσουν οι πρώτες ζέστες του καλοκαιριού. Μπορεί ωστόσο να διατηρηθεί στο ψυγείο, σε θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου για δύο ακόμα ή και τρεις μήνες.

Η κορυφαία γεύση του δεν αναδεικνύεται όταν καταναλώνεται όπως όλα τ’ άλλα επιτραπέζια πορτοκάλια, αλλά όταν στύβεται. Είναι το καλύτερο πορτοκάλι για χυμό. Η συνταγή απόλαυσης του σαγκουινιού Γουρίτσης λέει να πίνεται ο χυμός του χωρίς παγάκια.

Παράγεται στη Μυρτιά της Αιτωλίας, πρώην Γουρίτσα. Από αυτήν την παλαιότερη επωνυμία του χωριού κατάγεται και η επωνυμία του πορτοκαλιού «σαγκουίνι Γουρίτσης», όπως και του περίφημου επίσης «μαγληνού λεμονιού Γουρίτσης».

Η λέξη «Γουρίτσα» προέρχεται από την επωνυμία της ευρύτερης περιοχής που λεγόταν στ’ αρχαία χρόνια «Κουρήτις Γη». Ήταν τόπος κατοικίας των Κουρητών, πριν εγκατασταθούν στην ευρύτερη περιοχή οι Αιτωλοί, με τους οποίους συγκατοίκησαν πριν από τρεις – τέσσερις χιλιάδες χρόνια.

«Κουρήτις Γη» λεγόταν ολόκληρη η κάτωθεν του Θέρμου περιοχή, μέχρι τον Αχελώο ποταμό. Άνωθεν του Θέρμου, λεγόταν – και λέγεται ακόμα σήμερα – Απόκουρο.

Οι Κουρήτες είναι γνωστοί από τη μυθολογία, ιδιαίτερα δε από την αποστολή που τους ανέθεσε η Ρέα να σκεπάζουν το κλάμα του νεογέννητου Δία στο Ιδαίον άντρον της Κρήτης για να μην το ακούει ο Κρόνος.

Οι Κουρήτες της «Κουρήτιδος Γης» και οι Κρήτες ανήκουν στο ίδιο φύλο, είχαν άλλωστε εμπορικές συναλλαγές, όπως έχουν βρεθεί στοιχεία κι εκτιμούν οι αρχαιολόγοι.

Η Μυρτιά είναι Κοινότητα του Δήμου Θέρμου. Ο κάμπος της, όπου παράγεται το σαγκουίνι Γουρίτσης, έχει έκταση δύο χιλιάδων (2.000) στρεμμάτων. Η Νοτιοδυτική πλευρά του κάμπου βρέχεται από τη λίμνη Τριχωνίδα, ενώ στην Ανατολική, τη βόρεια και τη Βορειοδυτική πλευρά του κάμπου οι βράχοι και οι ψηλοί λόφοι δημιουργούν μια μεγάλη γεωλογική «αγκαλιά» που – σε συνδυασμό με τη λίμνη – δημιουργούν ένα ήπιο μικροκλίμα, ιδανικό για καλλιέργεια πορτοκαλιάς και λεμονιάς.

Ο κάμπος της Μυρτιάς ποτίζεται από δύο χειμάρρους, οι οποίοι δημιουργούν δύο σπάνιας ομορφιάς πλατανόφυτα φαράγγια. Στο πέρασμά του το νερό κινούσε παλιότερα δεκάδες νερόμυλους και νεροτριβές. Ο ένας από τους δύο χειμάρρους λέγεται Μοκιστιάνος κι έγινε γνωστός από τον υπέροχο καταρράκτη του.

Το σαγκουίνι Γουρίτσης έχει χαρακτηριστεί ως «βασιλιάς των πορτοκαλιών», αφού δεν παράγεται σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας ή του κόσμου όλου. Όσες προσπάθειες έγιναν στο παρελθόν για να διαδοθεί η καλλιέργειά του, απέτυχαν. Τα δενδρύλλια που φυτεύτηκαν στην ευρύτερη περιοχή αλλά και σε άλλα μέρη, ακόμα και στην απέναντι όχθη της Τριχωνίδας, κάνουν μεν πορτοκάλια, δεν διαφέρουν όμως από τα κοινά, δεν έχουν τα μοναδικά χαρακτηριστικά του αυθεντικού.

Φαίνεται ότι η μοναδικότητα του σαγκουινιού Γουρίτσης, όπως και του μαγληνού λεμονιού Γουρίτσης συνδέεται και με το ασβεστολιθικό υπόστρωμα της περιοχής που, στην άκρη του κάμπου, στην όχθη της Τριχωνίδας, στις παρυφές της «Ράχης Κατσαντώνη», δίνει μία θαυμάσια ιαματική πηγή, γνωστή ως Λουτρά Μυρτιάς ή «Κόκκινο Στεφάνι».

Η μοναδική παγκοσμίως ποικιλία του Σαγκουινιού Γουρίτσης, όπως και του «μαγληνού λεμονιού Γουρίτσης» φαίνεται ότι αναπτύχθηκε στις ιδιαίτερες γεωλογικές και κλιματικές συνθήκες αυτού του τοπίου. Οι διηγήσεις των γερόντων λένε ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είχαν γίνει γνωστά πριν από το 1900. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η έκπληξη ενός εμπόρου που εκείνη την εποχή πήγαινε στη Γουρίτσα για να εμπορευτεί κίτρα. Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών στη Γουρίτσα είχε ξεκινήσει με τα κίτρα. Του έδωσαν λοιπόν να φάει ένα σαγκουίνι για να τον ευχαριστήσουν, εκείνος όμως, όταν είδε πόσο κόκκινο ήταν, νόμισε ότι του έδωσαν να φάει σάπιο πορτοκάλι και το πέταξε πέρα. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο πορτοκάλι, αν και ήταν έμπορος εσπεριδοειδών. Όταν μετά την επιμονή τους να το δοκιμάσει, γεύτηκε τον ασύγκριτα γλυκό χυμό του, δε χόρταινε τόση νοστιμιά.

Το σαγκουίνι Γουρίτσης γνώρισε εμπορικές δόξες στην δεκαετία του 1950, όταν στην Λαχαναγορά της Αθήνας πουλιόταν μία δραχμή το κομμάτι, την ίδια στιγμή που το – τετραπλάσιο σε μέγεθος – πορτοκάλι Κρήτης πουλιόταν μισή δραχμή.

Την εποχή εκείνη οι οικογένειες στη Γουρίτσα (Μυρτιά) ζούσαν από τα λεμόνια, τα πορτοκάλια και τις ελιές.

Αν και περιζήτητο μέχρι την δεκαετία του 1980, το σαγκουίνι Γουρίτσης δεν είχε ποτέ την τύχη να το μεταχειριστεί κάποιος ως ξεχωριστό πορτοκάλι, όπως θα του άξιζε.

Η ποικιλία «σαγκουίνι Γουρίτσης» είναι γνωστή από παλιά σε όλα τα Γεωπονικά Πανεπιστήμια του κόσμου, αναφέρεται στα συγγράμματά τους, κανείς όμως επιστήμονας, κανένα Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα και το εξωτερικό δεν είχε στοιχεία γι’ αυτό.

Στην δεκαετία του 1980 το σαγκουίνι Γουρίτσης άρχισε να πουλιέται στην τιμή όλων των άλλων πορτοκαλιών. Πήγαινε για βιομηχανική χυμοποίηση, μαζί με όλα τ’ άλλα πορτοκάλια. Η αξία του χάθηκε σιγά – σιγά και τα περιβόλια έχασαν τους συστηματικούς καλλιεργητές τους. Όταν το 2004 έγινε ένας πρωτόγνωρος παγετός στη Μυρτιά, βρήκε τα δέντρα εξασθενημένα και τα εξόντωσε. Μερικά περιβόλια ξεράθηκαν εντελώς. Διασώθηκαν κάποια δέντρα εδώ κι εκεί, ποτέ όμως δεν ξαναβρήκαν τη φροντίδα των παλιών περιβολάρηδων και οι νέοι που τους διαδέχτηκαν, τα εγκατέλειψαν ολότελα ή άρχισαν να ξηλώνουν ό,τι απέμεινε για να φυτέψουν ελιές.

Το σαγκουίνι δεν είχε πια την εκτίμηση κανενός. Έμενε μόνο η ανάμνησή του στους παλιούς που το γνώρισαν.

Από τις αρχές ακόμα του αιώνα η τοπική εφημερίδα «Αναγγελία» του Αγρινίου ξεκίνησε μια σειρά άρθρων με σκοπό να μην ξεχαστεί το μοναδικό στον κόσμο σαγκουίνι Γουρίτσης. Ο εκδότης της Παντελής Φλωρόπουλος, με καταγωγή από τη Μυρτιά, συγκέντρωνε μνήμες, στοιχεία και γνώσεις από παλιούς καλλιεργητές με σκοπό την αναβίωση της καλλιέργειας. Παρά το πείσμα του, δε μπόρεσε να συγκινήσει κανέναν, ούτε παράγοντα, ούτε παραγωγό. Βασικός πολέμιος της εκστρατείας ήταν ο ίδιος ο Συνεταιρισμός της Μυρτιάς, η διοίκηση του οποίου πίστευε ότι η καλλιέργεια του σαγκουινιού είχε τελειώσει κι έπρεπε το χωριό να στραφεί σε άλλη. Ένας γεωπόνος – ομιλητής σε εκδήλωση του Συλλόγου Μυρτιωτών για το σαγκουίνι το 2013 – είπε: «Ξεριζώστε τα και πετάξτε τα στο ρέμα».

Ακόμα και μία τελευταία προσπάθεια που με πρωτοβουλία του Παντελή Φλωρόπουλου έγινε από μία μικρή Ομάδα Μυρτιωτών το 2017 και κράτησε μέχρι το 2019, δεν προχώρησε. Με τα δημοσιεύματα όμως στο internet και με την έκδοση ενός βιβλίου, έφερε πάλι στη δημοσιότητα το θέμα του σαγκουινιού Γουρίτσης.

Κι εκεί που φαινόταν ότι όλα έχουν τελειώσει, διάβασε ένα δημοσίευμα για το σαγκουίνι Γουρίτσης ο Δρ Βασίλης Ζιώγας από τον ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, ο οποίος ξεκίνησε αμέσως μία επιστημονική έρευνα.

Παραθέτουμε σχετικά ένα απόσπασμα από άρθρο της «Αναγγελίας» (φ. 952 / 3.6.2022) υπό τον τίτλο: Επιστημονική έρευνα του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ αναδεικνύει σε «Βασιλιά των πορτοκαλιών» το Σαγκουίνι Γουρίτσης»:

Επιστημονική έρευνα που διεξήγαγε ο ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, αποδεικνύει ότι το Σαγκουίνι Γουρίτσης «ξεχωρίζει γενετικά από το σύνολο των Ελληνικών και ξένων ποικιλιών πορτοκαλιού». Επικεφαλής της έρευνας είναι ο Δρ. Βασίλης Ζιώγας. Η μελέτη διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, ξεκίνησε τον Μάιο του 2021 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2022. Η πρώτη επιστημονική ανακοίνωση έγινε την Τρίτη 31 Μαΐου 2022 στην διήμερη 6η Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση για τις Τοπικές και Γηγενείς Ποικιλίες Φυτικών Ειδών με διοργανωτή το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θ’ ακολουθήσουν όμως και άλλες ακόμα πιο λεπτομερείς ανακοινώσεις.

Ο ο Δρ. Ζιώγας στην ομιλία του χαρακτήρισε το σαγκουίνι Γουρίτσης περίφημο. Είπε ότι, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών, παρουσιάζει αυξημένη συγκέντρωση βιταμίνης C. Είπε επίσης ότι μπορεί να γίνει ΠΟΠ. Εξήγησε πως η ποικιλία ήταν γνωστή σε όλα τα Γεωπονικά Πανεπιστήμια, δεν υπήρχαν όμως στοιχεία και πληροφορίες γι’ αυτήν. Τώρα θα έχουν.

… Η επιστημονική αυτή αναγνώριση ανοίγει νέα εποχή για την καλλιέργειά του, δημιουργεί νέα παραγωγικά, οικονομικά και βεβαίως αναπτυξιακά δεδομένα όχι μόνο για τη Μυρτιά, αλλά για ολόκληρη την περιοχή της Τριχωνίδας. Η καρδιά της Αιτωλίας θ’ αρχίσει να χτυπάει πάλι δυνατά, δεδομένου ότι η έρευνα του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ θα συνεχιστεί και για το έτερο μοναδικό προϊόν της Μυρτιάς, το (ξεχασμένο κι αυτό) μαγληνό λεμόνι Γουρίτσης. Όπως επίσης είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Δρ. Ζιώγας, «η Αιτωλοακαρνανία εξελίσσεται σε ένα νέο κέντρο καλλιέργειας εσπεριδοειδών».

Η έρευνα του ΕΛΓΟ για το σαγκουίνι Γουρίτσης ανέδειξε και άλλες μοναδικές ποικιλίες της Μυρτιάς, με πρώτη και καλύτερη το μαγληνό λεμόνι Γουρίτσης, αλλά και το περγαμότο Γουρίτσης, το κίτρο Γουρίτσης,καθώς και το μανταρίνι Γουρίτσης. Όπως εξήγησε ο Δρ. Ζιώγας, από μόνη της η ηλιοφάνεια ενός τόπου μπορεί να επηρεάσει το κλαδί ενός δέντρου και να δημιουργήσει εντελώς νέα ποικιλία. Πρόσθεσε δε, ότι: «Μια ποικιλία υπάρχει, από την στιγμή που κάποιος θα προσέξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της».

Η επιστημονική αυτή αναγνώριση των μοναδικοτήτων της Μυρτιάς έρχεται σε μια στιγμή που οι παραγωγοί, όσοι δεν εγκατέλειψαν ολότελα τα κτήματά τους τα προηγούμενα χρόνια, είχαν αρχίσει να ξηλώνουν τα περιβόλια με τις σαγκουινιές και τις μαγληνές λεμονιές για να φυτέψουν ελιές (κυρίως) ή λεμονιές άλλων ποικιλιών.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ 1960

Στην ιστοσελίδα του ΕΛΓΟ (gocitrus.gr) αναφέρονται επί λέξει τα εξής:

Στην ομάδα των ποικιλιών αυτών (των αιματόσαρκων – σαγκουινιών) περιλαμβάνονται ποικιλίες με σάρκα αιματόχρωμη. Αντλούν το όνομα τους από την Ιταλική λέξη «Sanque» που σημαίνει αίμα. Ο καρπός των ποικιλιών της ομάδας αυτής διαθέτει αιμάτινο χρώμα σάρκας και φλοιού κατά την ωρίμανση του. Χαρακτηριστικό της κάθε ποικιλίας, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, είναι η παρουσία ερυθρού ή ρόδινου χρώματος στον φλοιό, την σάρκα και τον χυμό. Το χρώμα ευνοείται από το ψύχος, καθώς οφείλεται στην παρουσία ανθοκυανών, ουσιών με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση. Καλλιεργούνται σε μικρή κλίμακα λόγω της αδυναμίας σταθερότητας στον ερυθρό χωματισμό και του μικρού χρόνου συγκομιδής. Οι περισσότερες αιματόσαρκες ποικιλίες κατάγονται απο την Σικελία ή την Μάλτα, ενώ ξεχωριστή είναι η Ελληνική ποικιλία Σαγκουίνι Γουρίτσης, η οποία, αν και σαγκουίνι, δεν εμφανίζει κοινά αγρονομικά και γενετικά χαρακτηριστικά με τις άλλες ποικιλίες της ίδιας ομάδας.

Η μία φωτογραφία (αριστερά) δείχνει το σαγκουίνι ποικιλίας μόρο. Η άλλη φωτογραφία (δεξιά) δείχνει το σαγκουίνι Γουρίτσης.

Είναι πολύ αξιόλογη ποικιλία που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Γουρίτσας, δίπλα στην λίμνη της Τριχωνίδας. Προσδιορίζεται ως διπλοσαγκουίνι, καθώς ο καρπός αποκτά κόκκινο χρώμα εσωτερικά στην σάρκα καθώς και στον φλοιό. Ο καρπός είναι μετρίου μεγέθους, με σχήμα ωοειδές έως σφαιρικό. Ο φλοιός είναι λεπτός, χρώματος πορτοκαλί, με ρόδινες κατά θέσεις αποχρώσεις. Η σάρκα διαθέτει μέση χυμοπεριεκτικότητα, με γλυκιά γεύση και ρόδινες αποχρώσεις. Ο βαθμός χρωματισμού τόσο του φλοιού αλλά και της σάρκας εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή όπου καλλιεργείται, αλλά και από το στάδιο ωρίμανσης του καρπού. Όσο περισσότερο ωριμάζει ο καρπός, τόσο περισσότερο αποκτά ερυθρό χρώμα. Ο καρπός είναι συνήθως άσπερμος ή ολιγόσπερμος. Ωριμάζει τους καρπούς από τον Φεβρουάριο μήνα και δύναται να τους διατηρήσει μέχρι και τον Απρίλιο. Η καλλιέργεια της εντοπίζεται στην περιοχή της Γουρίτσας, στα παράκτια κτήματα πλησίον της λίμνης Τριχωνίδας και ευνοείται από το συγκεκριμένο μικροκλίμα και την εδαφική σύσταση ως προς την εκδήλωση των μοναδικών ποιοτικών της χαρακτηριστικών.

*Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρομμάτης*

Scroll to Top