Η Ωραία Ελένη ήταν κόρη του Δία και της Λήδας. Άλλη εκδοχή του μύθου, την θέλει κόρη του Δία και της Νέμεσης. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, ήταν δηλαδή μία θαλάσσια θεότητα. Την απήγαγε ο ήρωας Θησέας, όταν η Ελένη ήταν ακόμα δώδεκα ετών. Όταν έγινε σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, απήχθη από τον Πάρη, τον γιο του Πριάμου κι αυτό ήταν η αιτία του Τρωικού πολέμου. Μετά τον θάνατο του Πάρη ο Πρίαμος όρισε την Ελένη ως έπαθλο για τον γενναιότερο. Την διεκδίκησαν ο Δηίφοβος, ο Έλενος και ο Ιδομενέας. Υπερίσχυσε ο πρώτος, τον οποίο σκότωσε ο Μενέλαος, όταν έγινε η άλωση της Τροίας. Πήγε να σκοτώσει και την Ελένη, έμεινε όμως σύξυλος μπροστά στη θέα του μισόγυμνου κορμιού της. Κι όταν οι άλλοι Έλληνες θέλησαν να την λιθοβολήσουν για τα δεινά που τους έφερε, τα χέρια τους παρέλυσαν μπροστά στην ομορφιά της.
Ο Στησίχορος (632 – 555 π.Χ.) θεωρούσε ότι τυφλώθηκε, επειδή σε ποίημά του κατηγόρησε την Ωραία Ελένη για απιστία. Ξαναβρήκε την όρασή του, όταν, με νέο ποίημά του, αναίρεσε την κατηγορία. Τίτλος του νέου ποιήματος του Στησίχορου ήταν “παλινωδία”, εξ ου και η σύγχρονη παροιμιώδης έκφραση.
Από τον Πάρη Ελένη απέκτησε μία κόρη που ονομάστηκε Έλενα.
Ελένη (248 – 330 μ.Χ.) ήταν και η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που ανακηρύχτηκε αγία από την Εκκλησία.
Ελένη ή ελάνη ήταν η λαμπάδα, αλλά και “πλεκτόν κάνιστρον ή καλάθιον” μέσα στο οποίο κουβαλούσαν τα ιερά σκεύη κατά την εορτήν της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Γι’ αυτό κι εκείνοι που κουβαλούσαν αυτά τα κάνιστρα, λέγονταν “ελενηφορούντες”.
“Ελένιον” λεγόταν κι ένα βότανο που χρησιμοποιούσαν ως αντίδοτο για το δηλητήριο των φιδιών.
Η “Ελένη” είναι τραγωδία του Ευριπίδη που διδάχτηκε το 412 π.Χ.
Ο καθηγητής της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Πιέρ Σατρέν (1899 – 1974) ένας από τους πρώτους μελετητές της Μυκηναϊκής γλώσσας, θεωρούσε το όνομα “Ελένη” προελληνικό και γι’ αυτό είχε προειδοποιήσει ότι είναι μάταιο να αναζητούμε την ετυμολογία του.
Το όνομα Ελένη προέρχεται από τη ρίζα σελ (= φως) εξ ου σελήνη, και σέλας, και τα ρήματα σελαγίζω (σαλαγάω στη Δημοτική) και σελάω = ακτινοβολώ. Από την σελήνη ή σελένη (= λαμπάδα) βγαίνει η Ελένη, που σημαίνει η απαστράπτουσα, η ακτινοβολούσα, αυτή που θαμπώνει με την ομορφιά της.