Τί σημαίνει ο όρος «μετατροπή»;

«Μετατροπή» σημαίνει αλλαγή κατεύθυνσης, αλλαγή χαρακτήρα, αλλαγή ιδιότητας, τροποποίηση, μεταβολή, μεταποίηση, μεταστροφή.

Τα στοιχεία που ενώνονται και παράγουν μία χημική ένωση, μετατρέπονται από αυτό που είναι σε κάτι που δεν ήταν.

Μετατροπή είναι η αλλαγή π.χ. μιας επιχείρησης από αυτό που ήταν, σε κάτι άλλο που δεν ήταν.

Η «μετατροπή» παράγεται από το ρήμα «μετατρέπω», που είναι σύνθετη λέξη: μετά + τρέπω.

«Τρέπω» σημαίνει γυρίζω, αλλάζω, νικώ, κατατροπώνω, στρέφω (εξ ου επιστρέφω). Π.χ. «έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς» ή «ανάγκασε τον εχθρό σε άτακτη υποχώρηση».

Το ρήμα «τρέπω» είναι δεύτερο συνθετικό πολλών προθέσεων:

ανα + τρέπω, απο + τρέπω, επι + τρέπω, μετα + τρέπω, ενώ παράγει πολλά ουσιαστικά: τροπή, ανατροπή, αποτροπή, επιτροπή, μετατροπή, εντροπή, εκτροπή κλπ.

Scroll to Top