Η λέξη «πιο» σημαίνει «πλέον» ή «περισσότερο». Στη γλώσσα του λαού συναντάται και «πλιο» που στην πραγματικότητα αποτελεί έκπτωση του «πλέον». Το «πιο» δεν έχει καμία σχέση με τα ομόηχα «ποιο» (αντωνυμία) και «πιω» (ρήμα).
Το «πιο» είναι ποσοτικό επίρρημα που σχηματίζει περιφραστικά τον συγκριτικό ή τον υπερθετικό βαθμό των επιθέτων και των μετοχών. Π.χ. το επίθετο «ωραίος», στον συγκριτικό βαθμό γίνεται «ωραιότερος» και στον υπερθετικό «ωραιότατος».
Όταν χρησιμοποιείται το επίρρημα «πιο», ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «ωραίος», γίνεται «πιο ωραίος», αντί «ωραιότερος».
Ένα λάθος που γίνεται συχνά, είναι να πεις «πιο ωραιότερος». Είναι λάθος, επειδή η σύγκριση ανάμεσα στον «ωραίο» και τον «ωραιότερο», εμπεριέχεται στο επίρρημα «πιο» που προηγείται.
Όταν το επίθετο ή η μετοχή διατυπώνονται στον συγκριτικό ή τον υπερθετικό βαθμό, το επίρρημα «πιο» καταργείται.