Η λέξη “οξύνοια” σημαίνει “κοφτερό μυαλό”, η γρήγορη σκέψη που κόβει σα μαχαίρι ή μοιάζει με την κόψη του μαχαιριού. Είναι η δυνατότητα του μυαλού για ταχύτατη αξιολόγηση καταστάσεων ή γεγονότων, για γρήγορη απόφαση ή σωστή αντίληψη.
“Οξύνοια” είναι η ευστροφία του μυαλού, η εξυπνάδα, το σπινθηροβόλο πνεύμα.
Αντίθετο της “οξύνοιας” είναι η “αμβλύνοια” που σημαίνει νωχέλεια.
Η λέξη “οξύνοια” είναι σύνθετη λέξη. Βγαίνει από το επίθετο “οξύς” και το ουσιαστικό “νους”.
Το ουσιαστικό “νους” βγαίνει από το αρχαίο “νόος” που σημαίνει αντίληψη, κρίση, προσοχή. Όταν πάρει την πρόθεση “εν” γίνεται η “έννοια” που σημαίνει “η αντίληψη εντός” ή, αλλιώς, “η εσωτερική αντίληψη”, ενδεχομένως η συνείδηση. “Νουνεχής” είναι “αυτός που έχει νου, δηλαδή λογική”. Αλλά και “αυτός που έχει γνώση”, ο γνωστικός, ο σοφός, ο μύστης.
Από το “νου” βγαίνει η νόηση, η διανόηση, αλλά και η διάνοια, δηλαδή η ευφυΐα.
Από το επίθετο “οξύς, οξεία, οξύ” βγαίνει το ουσιαστικό “οξύτης” στην καθαρεύουσα ή “οξύτητα” στην δημοτική.
Το επίθετο “οξύς, οξεία, οξύ” συναντάται ως πρώτο συνθετικό σε πολλές λέξεις (για παράδειγμα, “οξύθυμος”, “οξύνους”, “οξύτονος”) κυριολεκτικά δε ή μεταφορικά σημαίνει μυτερός, κοφτερός, διαπεραστικός, καυστικός. Λέμε, για παράδειγμα, “οξύς ήχος” ή “οξεία όραση” ή “οξεία ακοή” ή “οξύ πνεύμα”.