Η λέξη “μετριόφρων” σημαίνει: αυτός που έχει μετριοφροσύνη, δηλαδή ο επιεικής, ο διαλλακτικός, αλλά και ο απλός στους τρόπους, αυτός που δεν του αρέσει να επιδεικνύει την αξία του ή αυτός που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Συγγενικές λέξεις είναι: ο σεμνός, ο ταπεινός, ο καταδεκτικός, ο προσηνής, ο συγκαταβατικός, ο ταπεινόφρων, η ταπεινοφροσύνη,
Αντίθετο της λέξης “μετριόφρων” είναι: ο υπερόπτης, ο αλαζόνας, ο καυχησιάρης, ο οιηματίας.
Αντίθετο της μετριοφροσύνης είναι η έπαρση, αλαζονεία, η ματαιοδοξία, η οίηση.
Η λέξη “μετριόφρων” είναι σύνθετη: από το επίθετο μέτριος + το ρήμα φρονώ.
Από το “μέτριος” βγαίνει η μετριότητα που σημαίνει μέση κατάσταση, ο μέσος όρος.
Το ρήμα “φρονώ” σημαίνει: έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω.
Από το ρήμα “φρονώ” βγαίνει το ουσιαστικό “φρην” (γεν. φρενός) που σημαίνει: ο νους, το μυαλό.
Την ίδια καταγωγή έχουν οι λέξεις: φρενίτις, φρενοκομείο, φρενήρης (ρυθμός), εξωφρενικός, αλλά και οι φράσεις “ο έχων σώας τας φρένας” και “έξω φρενών”.