Λήθη είναι το αντίθετο της μνήμης και σημαίνει: λησμονιά, ξεχασιά, αμνησία, αγνωμοσύνη. Λήθη (στη δωρική διάλεκτο: “λάθα”) από το ρήμα “λήθομαι” που σημαίνει “λανθάνω” ή “λήθω”, ισοδύναμο ρήμα του “λανθάνω” που σημαίνει: διαφεύγω, κρύβομαι, ζω λάθρα, ζω κρυφά, ζω μυστικά ή ζω χωρίς να δηλώνω παρουσία. “Λήθη”, εξ ου “λάθος” που σημαίνει “σφάλμα”, αλλά και “λήθαργος” που σημαίνει “αφασία”.
Με το στερητικό “α” μπροστά (“α + λήθη”) σχηματίζεται η λέξη “αλήθεια” που, ετυμολογικά, σημαίνει “μη λησμονιά”. Όπως και η λέξη “αληθής” που σημαίνει “αληθινός” ή αυτός που λέει την αλήθεια.
Καλό ερώτημα εδώ είναι “τι τάχα δεν πρέπει να λησμονεί ο άνθρωπος;”. Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο απάντηση φιλοσοφικού τύπου, αφού το μόνο που – ετυμολογικά – μπορεί να πει κανείς σε αυτό, είναι ότι: “Αλήθεια” είναι να μην ξεχνάς τίποτα ή, αλλιώς, να θυμάσαι τα πάντα, όχι βέβαια όσα βίωσες ή έμαθες παιδί και νέος, αλλά όσα βίωσες ή έμαθες στην προηγούμενη ζωή ή, μάλλον, σε πολλές προηγούμενες ζωές, η μνήμη των οποίων και μόνο σε κάνει αληθινό.
Λήθη έλεγαν οι αρχαίοι την πηγή ή το ποτάμι στον Άδη, όπου έπιναν οι νεκροί για να ξεχάσουν τις προηγούμενες ζωές τους.
Η λήθη ερμηνεύεται ως καταδίκη για τον άνθρωπο, ακόμα και ως μειονεξία, στην ουσία της όμως είναι μία “βαλβίδα βιολογικής ασφαλείας”, η οποία προστατεύει τον άνθρωπο από τους εφιάλτες, τον βοηθάει δηλαδή να βιώνει αυθεντικά την τρέχουσα ζωή, χωρίς να εγκλωβίζεται σε μνήμες ή αναμνήσεις μιας άλλης. Αυτό θα το έλεγε κανείς και “φυσικό ρεαλισμό”.
Ο Ησίοδος λέει πως η Λήθη ήταν μία από τις Ναϊάδες Νύμφες, κόρη της Έριδας, αδελφή του Θανάτου και του Ύπνου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο υπήρχε βωμός της Λήθης στο Ερέχθειο της Αθήνας.