Τί σημαίνει η λέξη «λαγνεία»;

Κύρια έννοια της «λαγνείας» είναι η φιληδονία. Σύμφωνα με τα λεξικά, είναι επίσης η ακολασία, ο διαρκής σεξουαλικός οργασμός, η έντονη τάση για σαρκική απόλαυση.

Η «λαγνεία» (που σημαίνει «φιληδονία») είναι μια κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος αφήνει αχαλίνωτη την σεξουαλική του επιθυμία, την ενεργητική ή την παθητική επιθυμία.

«Τη νύχτα μονάχα ζει… με κάθε είδους μέθη και λαγνεία», λέει ο Κ. Καβάφης.

Σύμφωνα με το λεξικό Liddel & Scott, λαγνεία είναι «η πράξις του συνευρίσκεσθαι, η συνουσία», αλλά και «ακολασία, ακρασία περί τα αφροδίσια, κατάχρησις σαρκικής μίξεως».

«Λαγνεία» είναι η διαρκής σεξουαλική όρεξη, ο ηδονισμός, ο πόθος, η επιθυμία.

Η Εκκλησία ταυτίζει την επιθυμία με τη μοιχεία. Στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (κεφ. ε΄, 28) αναφέρεται ότι «πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού».

Ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄ (590 – 604) όρισε τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, μεταξύ των οποίων ήταν η λαγνεία.

Η «λαγνεία» προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «λαγνεύω» που σημαίνει «συνουσιάζομαι», δηλαδή «κάνω σεξ». Εξ ου η λέξη «λάγνος» που σημαίνει «αυτός που φαντασιώνεται ή αυτός που επιδίδεται χωρίς μέτρο στις σαρκικές ηδονές», ο επιρρεπής στα ερωτικά, ο ακόλαστος, ο αισχρός, ο πόρνος, ο φαύλος, ο έκλυτος.

Οι ποιητές ύμνησαν τη λαγνεία. Ανάμεσά τους ο Κωνσταντίνος Καβάφης που έγραψε το περίφημο «Επέστρεφε»:

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

Scroll to Top