Τί σημαίνει η λέξη «γυναίκα»;

Η λέξη «γυναίκα» σημαίνει: Ενήλικος άνθρωπος θηλυκού γένους. Κορίτσι που άφησε πίσω του την εφηβεία ή είναι ώριμο για γάμο. Σύζυγος.

Με τον όρο «γυναίκα» νοείται μερικές φορές η κυρία που προσλαμβάνεται, για να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού ή να κρατάει τα παιδιά, ακόμα και η υπηρέτρια.

Η «γυναίκα» προέρχεται από το «γυνή». Που είναι το αντίθετο ή το συμπλήρωμα του άνδρα.

Στην αρχαία Ελληνική ήταν στην ονομαστική «γυνή», στην γενική «γυναικός». Στην αιτιατική «γυναίκα». Η αιτιατική πτώση της αρχαίας Ελληνικής έγινε στην Δημοτική ονομαστική. Έτσι επικράτησε ο όρος «γυναίκα».

Η νεαρή γυναίκα λέγεται «κοπέλα». Η παντρεμένη γυναίκα λέγεται «κυρία» και η ανύπαντρη «δεσποινίς».

Ο όρος «γυναίκα» χρησιμοποιείται και ως αντίθεση στην παρθένο.

Η γυναίκα ανήκει στο λεγόμενο «ωραίο φύλο» ή στο «ασθενές φύλο». Ποιητικές εκφράσεις, διαδεδομένες, αλλά καθόλου κυριολεκτικές.

Την γυναίκα ύμνησαν οι ποιητές όλων των εποχών με πρώτη και καλύτερη την Σαπφώ (630 – 570 π.Χ.).

Για την προέλευση της λέξης «γυνή», η Άννα Τζιροπούλου – Ευσταθίου στο βιβλίο της «ο εν τη λέξει λόγος», γράφει ότι η «ύνις» (γυνί) είναι το σίδερο στην άκρη του αρότρου, αυτό που τέμνει τη γη. Γύης είναι το κεκαμμένο ξύλο του αρότρου όπου προσαρμόζεται η ύνις.

Συνεκδοχικώς, «Γύαι» είναι τα χωράφια, οι Γαίες, και τελικώς η Γη, αλλά και η Γυνή, η οποία Γεννά, όπως η Γη.

Και αλλού συνεχίζει:

Ξεκινώντας από αυτήν την αντίληψη η κοιλιά της γυναίκας αποκαλείται και άρουρα = καλλιεργήσιμη γη. Άροτος σημαίνει σπορά, καρπός. «Ο άροτος ο εν γυναικί» είναι η παιδογονία.

Και σε άλλο σημείο διευκρινίζει:

Η Ελληνική γλώσσα ορίζει ότι «ο ανήρ γεννά, η δε γυνή τίκτει».

Σε ελεύθερη ποιητική μετάφραση αυτό σημαίνει ότι ο άνδρας είναι το γυνί που οργώνει το χωράφι, ενώ η γυναίκα υποδέχεται τον σπόρο, τον χουχουλιάζει στην κοιλιά της επί εννιά μήνες, τον «τίκτει» (που σημαίνει: τον «κατασκευάζει») και, όταν η κατασκευή ολοκληρωθεί, γίνεται ο τοκετός. Εξ ου και οι λέξεις «τέκνο» ή «τόκος» και «θεοτόκος». Γι’ αυτό και η μητέρα αποκαλείται από τον Ευριπίδη «τοκάς».

Scroll to Top