Η λέξη “δαιδαλώδης” σημαίνει: λαβυρινθώδης, αλλά και σκοτεινός ή αυτός που έχει περίπλοκο σχήμα ή ο χώρος που έχει πολλούς αλληλοτεμνόμενους διαδρόμους, δαιδαλώδες είναι π.χ. το ορυχείο που έχει αλληλοτεμνόμενες στοές. Σημαίνει επίσης ο πολύπλοκος, ο πολυσύνθετος, αλλά και ο μπερδεμένος, ο ακατάληπτος.
“Δαιδαλώδης πόλη” σημαίνει πόλη με αλληλοτεμνόμενους δρόμους για τους οποίους δεν ξέρεις πού αρχίζουν και πού τελειώνουν.
“Δαιδαλώδης σκέψη” σημαίνει: πολλές σκέψεις χωρίς καμία σειρά, λόγος στον οποίο οι πολλές έννοιες επικαλύπτουν άναρχα η μία την άλλη.
Το επίθετο “δαιδαλώδης, ης, ες” βγαίνει από το ουσιαστικό “δαίδαλος” που στην αρχαιότητα ήταν κι αυτό επίθετο: δαίδαλος, η, ον.
Δαίδαλος σημαίνει: ο ευφυής τεχνίτης.
Στο περίφημο μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου που δραπέτευσαν από την Κρήτη του Μίνωα, ο “Δαίδαλος” κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι όνομα, αλλά τίτλος ή προσωνύμιο, όπως λέμε σήμερα “ο μάστορας”.
Ο Δαίδαλος ήταν ο αρχιτέκτονας που δημιούργησε τον λαβύρινθο του βασιλιά Μίνωα.
Η λέξη “δαίδαλος” βγαίνει από το αρχαίο ρήμα “δαιδάλλω” ή “δαιδαλόω” που σημαίνει: εργάζομαι ευφυώς, τεχνικώς, κοσμώ.
“Δαίδαλμα” ήταν το έργο Τέχνης. Γι’ αυτό και τ’ αγάλματα τα έλεγαν “δαίδαλα”, δηλαδή χειροποίητα έργα Τέχνης.