Η παροιμία “χέσε ψηλά κι αγνάντευε” είναι μια μεταφορά. Χρησιμοποιείται ως επιμύθιο ή ως σχόλιο για μια υπόθεση που είναι εξόφθαλμα – ή εκ των προτέρων – χαμένη. Χρησιμοποιείται επίσης για να παρασταθεί η κατάσταση του μυαλού, η αδυναμία του μάλλον ν’ αντιληφθεί τον πυρήνα ενός γεγονότος, γιατί από τεμπελιά ίσως ή από άγνοια μένει ευχαριστημένο με κάποια επιδερμική προσέγγιση, αφήνεται ανυποψίαστο στην ευχάριστη πλευρά των πραγμάτων, και όλα τελειώνουν σ’ αυτήν, χωρίς να εμβαθύνει, αδιαφορώντας για την ουσία.
Η παροιμία χρησιμοποιείται ακόμα και για να καταγραφεί η γνώμη κάποιου ότι η επιτυχής διεκπεραίωση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης είναι απίθανη. Σα να λέει ότι “όλα στο τέλος θα μείνουν ως έχουν”.
Η παροιμία γεννήθηκε μάλλον την εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν ο καπετάνιος ανέθετε σε έναν κλέφτη ή σε έναν αρματολό να εποπτεύει από ψηλά την κοιλάδα ή τον κάμπο και να ειδοποιεί τους άλλους για πιθανή εμφάνιση εχθρών. Την σπουδαία αυτή αποστολή του θα μπορούσε ο παρατηρητής να την κάνει όχι μόνο παρατηρώντας, αλλά και αγναντεύοντας, ταυτόχρονα δε αφοδεύοντας, στη λαϊκή γλώσσα: χέζοντας. Με άλλα λόγια, είχε εντολή από τον καπετάνιο να δουλεύει μεν, να το ευχαριστιέται δε.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι κανείς βροτός δε μπορεί να νιώσει την βαθύτερη έννοια της λαϊκής αυτής παροιμίας “χέσε ψηλά κι αγνάντευε”, αν – έστω μία φορά στη ζωή του – δεν βιώσει μια τόσο σπάνια ηδονή: Ένα αργό και αβίαστο μοναχικό χέσιμο πάνω στα βουνά, σε μια βουνοκορφή, με στέγη τον ουρανό, όπου δε σε βλέπει κανένας εκτός απ’ τα πουλιά και τ’ αγρίμια, και ν’ αγναντεύεις ώρα πολλή κάτω και πέρα μακριά… Ε, αυτό είναι τόσο μεγάλη ευχαρίστηση, τόσο ηδονικό, που δεν χωράει σε λέξεις…