Η φράση «εν ευθέτω χρόνω» σημαίνει «στον κατάλληλο χρόνο» ή «στην κατάλληλη στιγμή» ή «όταν πρέπει». Π.χ. «Τι ακριβώς έγινε στο παρασκήνιο, θα το μάθετε εν ευθέτω χρόνω».
«Εν ευθέτω χρόνω» είναι δοτική πτώση ενικού αριθμού του επιθέτου «εύθετος» και του ουσιαστικού «χρόνος». Έκφραση που προέρχεται από την καθαρεύουσα, διασώζεται όμως στην Δημοτική.
Το επίθετο «εύθετος» σημαίνει «κατάλληλος» και προέρχεται από το ρήμα «ευθετέω – ευθετώ». Που συναντάται συνηθέστερα ως «διευθετώ» που σημαίνει «τακτοποιώ».
«Ευθέτης» είναι ο διαιτητής.
«Ευθέτηση» είναι «η καλή διάταξη» και «διευθέτηση» είναι η «τακτοποίηση».
Είναι και το ρήμα «ευθετίζω» που σημαίνει «τοποθετώ καλώς». Και το ρήμα «διευθετίζω» που σημαίνει «τακτοποιώ».
Όλα αυτά τα ρήματα, τα ουσιαστικά και τα επίθετα παράγονται από τον αόριστο του ρήματος «τίθημι»: Έθεσα, έθετον, όταν συναντά το επίρρημα «ευ΄» που σημαίνει «καλώς».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τί σημαίνει η φράση «συν τω χρόνω»;