Τί σημαίνει η φράση «δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι»;

Η παροιμιώδης φράση «δει δη χρημάτων» ειπώθηκε πρώτη φορά από τον αρχαίο Αθηναίο ρήτορα Δημοσθένη σε έναν από τους περίφημους «Φιλιππικούς» του, σε έναν δηλαδή από τους πολλούς λόγους που εκφώνησε εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η πλήρης φράση που είπε τότε ο Δημοσθένης, έχει ως εξής: «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι, και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων».

Και σημαίνει:

«Ε, λοιπόν, πρέπει να έχεις χρήματα, γιατί, χωρίς αυτά, δεν θα γίνει ούτε ένα απ’ όλα όσα πρέπει να γίνουν».

Λέγοντας αυτό ο Δημοσθένης είχε ως στόχο του τον αντίπαλό του, άλλο μεγάλο ρήτορα της εποχής, τον Αισχίνη, ο οποίος ήταν φίλος του Φιλίππου και ο Δημοσθένης τον κατηγόρησε ότι ήταν «μισθωτός» του βασιλιά της Μακεδονίας, δηλαδή «πουλημένος» στον Φίλιππο, με άλλα λόγια, προδότης.

Σημαντική εδώ είναι η εξής λεπτομέρεια:

Ο λόγος του Δημοσθένη εναντίον του Αισχίνη εκφωνήθηκε στην Ηλιαία (501 δικαστές), θα έπρεπε επομένως η επίκληση να ήταν «άνδρες δικασταί» και όχι «άνδρες Αθηναίοι», όπως γινόταν στην Εκκλησία του Δήμου.

Όμως και οι δύο αντίπαλοι ρήτορες, τόσο ο Δημοσθένης, όσο και ο Αισχίνης, χρησιμοποίησαν την επίκληση «ω άνδρες Αθηναίοι». Ήθελαν έτσι να δείξουν ότι το θέμα είναι πολύ ευρύτερο, αφορά την πόλη στο σύνολό της,γι’ αυτό και απευθύνθηκαν σε όλους τους Αθηναίους, εντός και εκτός του δικαστηρίου.

Την επίκληση «ω άνδρες Αθηναίοι» χρησιμοποιούσαν και άλλοι ρήτορες της εποχής, όχι μονάχα ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης. Την χρησιμοποίησε ακόμα και ο Σωκράτης στην απολογία του, όπως την καταγράφει ο Πλάτων.

Την ίδια επίκληση επικαλούνται σήμερα οι φεμινίστριες για ν’ αποδείξουν ότι στην αρχαία Ελλάδα η γυναίκα ήταν κατώτερη του άνδρα, δεδομένου ότι ακόμα και οι ρήτορες δεν της απηύθυναν τον λόγο, την εξαιρούσαν από την λογική τους, σα να μην υπήρχε ή σα να ήταν ένα κατώτερο πλάσμα, γεγονός που, κατά τη γνώμη τους, αποδεικνύει πως η γυναίκα δεν ήταν ισότιμη με τον άνδρα.

Για ν’ αποκατασταθεί η αδικία, καθιερώθηκε στον καιρό μας η επίκληση «κυρίες και κύριοι». Αυτό μετά επεκτάθηκε σε άλλες εφαρμογές: Τώρα λέμε «οι μαθητές και οι μαθήτριες» ή «συντρόφισσες και σύντροφοι». Όταν έκανε επίκληση στο ακροατήριό του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (1907 – 1998) έλεγε «Ελληνίδες, Έλληνες».

Με άλλα λόγια υπάρχει διαχωρισμός των δύο φύλων. Υποτίθεται ότι επικαλούμενος και τα δύο φύλα, ο ρήτορας δηλώνει την θέση του ότι τα θεωρεί ισότιμα. Προφανέστατα η έκφραση αυτή, είναι – αν μη τι άλλο – ανάπηρη, δεδομένου ότι στον καιρό μας διεκδικεί (δικαίως) ισοτιμία και το λεγόμενο «τρίτο φύλο». Επομένως, για να είναι σωστή η επίκληση, θα πρέπει να το συμπεριλάβει. Οπότε η αρχική πάντα φράση «κυρίες και κύριοι», πρέπει να γίνει «κυρίες, κύριοι και….».

Τι;

Δεν έχουμε δικαίωμα να το πούμε εμείς αυτό το «τι», αλλά το «τρίτο φύλο» που διεκδικεί την ισοτιμία του απέναντι στα παραδοσιακά δύο: Το αρσενικό και το θηλυκό.

Η λογική λοιπόν της σύγχρονης επίκλησης που αντικατέστησε (διορθωτικά, υποτίθεται) την αρχαία, είναι πέρα για πέρα λάθος, όχι μόνο για τον λόγο ότι περιφρονεί «το τρίτο φύλο», αλλά γιατί επιπλέον εδράζεται σε αντεστραμμένη ερμηνεία της αρχαίας εκείνης επίκλησης που έλεγε «ω άνδρες Αθηναίοι»…

Αντεστραμμένη, επειδή οι αρχαίοι ρήτορες, όταν έλεγαν «ω άνδρες Αθηναίοι», δεν εννοούσαν καθόλου… τους άνδρες.

Η λέξη «άνδρας» στην αρχαία Ελληνική λεγόταν «ανήρ» και κλινόταν έτσι:

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ:

Ονομαστική: ο ανήρ
Γενική: του ανδρός
Δοτική: τω ανδρί
Αιτιατική: τον άνδρα
Κλητική: ω άνερ

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ:

Ονομαστική: οι άνδρες
Γενική: των ανδρών
Δοτική: τοις ανδράσι
Αιτιατική: τους άνδρας
Κλητική: ω άνδρες

«Ανήρ» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από το στερητικό «α» και από τη λέξη «νηρ» που σημαίνει νεαρός, νέος.

Το «α» αυτό λέγεται στερητικό, επειδή αφαιρεί την ιδιότητα της λέξης που έπεται, ορίζοντας έτσι το ακριβώς αντίθετό της.

«Α + νηρ» λοιπόν σημαίνει «ο μη νεαρός», δηλαδή ο γέρος, δηλαδή ο παλαιός, δηλαδή ο αρχαίος.

Όταν λοιπόν οι αρχαίοι ρήτορες έλεγαν «ω άνδρες Αθηναίοι», δεν απευθύνονταν μόνο στ’ αρσενικά, ούτε περιφρονούσαν τα θηλυκά, όπως ισχυρίζονται οι φεμινίστριες. Έλεγαν «άνδρες» εννοώντας και τα δύο φύλα.

Με τη λέξη «άνδρες» που έλεγαν, εννοούσαν σε ελεύθερη (και νοηματική) μετάφραση τα εξής:

«Ακούστε εσείς τι έχω να σας πω… εσείς, γιατί δε μπορούν να καταλάβουν όλοι, εσείς μόνο μπορείτε να κατανοήσετε τα λόγια μου, μπορείτε να το κάνετε, επειδή είστε Γραικοί, δηλαδή αρχαίοι, δεν ανήκετε μόνο στην σημερινή σας ζωή, αλλά σε όλες όσες ζήσατε τους αμέτρητους αιώνες που πέρασαν, ως αρχαίοι λοιπόν κουβαλάτε στη μνήμη σας, έχετε δηλαδή στην ψυχή σας τη γνώση των αρχαίων προγόνων μας, άρα εσείς έχετε όλη τη σοφία για να καταλάβετε ακριβώς τι θα πω τώρα και, ακούγοντας τα λόγια μου, θα βγάλετε ασφαλή συμπεράσματα».

Αυτό ήταν το νόημα της επίκλησης «ω άνδρες Αθηναίοι».

Με τη λέξη «άνδρες» οι ρήτορες εννοούσαν ΚΑΙ το αρσενικό και το θηλυκό. Γιατί ΚΑΙ τα δύο ήταν αρχαία, δηλαδή πανάρχαια.

Ο άνδρας που λέμε σήμερα, τότε λεγόταν άρρην (αρσενικό) η δε γυναίκα λεγόταν θήλυ (θηλυκό).

Το γεγονός ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι επικαλούνταν τους αρχαίους τους προγόνους, σημαίνει ότι γνώριζαν την αρχαία Ελλάδα της… αρχαίας Ελλάδας. Δεν τη γνώριζαν μόνο οι ρήτορες, αλλά και ο Αριστοτέλης με την τετράγωνη λογική του, ο οποίος την περιγράφει κιόλας.

Η αρχική έννοια της λέξης «άνδρες» ήταν «Γραικοί» που, επίσης, σημαίνει «αρχαίοι, πανάρχαιοι», αλλά και σοφοί.

Scroll to Top