Επίφαση (γεν. Επίφασης, στην δημοτική) και επίφασις (γεν. Επιφάσεως, στην καθαρεύουσα) σημαίνει: Επιφάνεια, εξωτερική όψη, φαινόμενο (αυτό που φαίνεται). Κυρίως σημαίνει «ρηχός λόγος» ή «αυτό που λέγεται για να μην ειπωθεί κάτι βαθύτερο ή κάτι που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό» ή «κάτι που λέγεται ως δικαιολογία» ή «κάτι που αγνοεί την ουσία».
Σημαίνει επίσης «αυτό που παραθέτει τα τυπικά γνωρίσματα χωρίς να παραθέτει τα ουσιαστικά».
Παράγεται από το ρήμα «επιφάσκω» (επί + φάσκω) που σημαίνει: Προσποιούμαι, υποκρίνομαι.
Το ρήμα «φάσκω» σημαίνει: Λέγω. Είναι γνωστή η έκφραση «φάσκω και αντιφάσκω» που σημαίνει «μία τα λέω έτσι, μία τα λέω αλλιώς».
Ίσως παράγεται και από το ρήμα «επιφαίνω» (επι + φαίνω) που σημαίνει: Παρουσιάζω, εμφανίζω, κάνω φανερό.
Η έκφραση «κατ’ επίφαση» σημαίνει «φαινομενικά» ή «παράθεση των ευκολονόητων αντί των πραγματικών», ενίοτε δηλώνει πρόφαση, πρόσχημα ή άλλοθι.
Η «επίφαση» υποδηλώνει την επιδερμική προσέγγιση ή την προσέγγιση που δεν φτάνει στο βάθος, ούτε στην ουσία.