“Αμφότεροι”, σημαίνει “και οι δύο” ή “και ο ένας και ο άλλος” ή “τόσο ο ένας, όσο κι ο άλλος”. Είναι ονομαστική πληθυντικού αρσενικού γένους της αόριστης αντωνυμίας “αμφότερος, η, ον”.
Προέρχεται από το αρχ. “άμφω” ή “αμφοίν” ή την πρόθεση “αμφί” που συναντάται ως πρώτο συνθετικό σε ρήματα (π.χ. αμφιβάλλω) ή σε ουσιαστικά (π.χ. αμφίβιο).
Η έννοια του “αμφότερου” εμπεριέχει την αρχή της ισοδυναμίας ή της ισοτιμίας ή της ίσης αξίας των δύο μερών που περικλείονται στην ίδια λέξη.