Ο Φαέθων ήταν γιος της Κλυμένης. Δε γνώριζε ποιος ήταν ο πατέρας του. Μια μέρα που ρώτησε τη μητέρα του σχετικά, εκείνη του είπε πως ήταν γιος του Ήλιου. Το πίστεψε ο Φαέθων και το είπε στον φίλο του τον Έπαφο, αλλά μόλις το άκουσε ο Έπαφος, έβαλε τα γέλια. Ο Φαέθων έβαλε τα κλάματα που τον κορόιδεψε ο φίλος του και, κλαίγοντας, έτρεξε στη μητέρα του με απαίτηση να του δώσει αποδείξεις. “Και γιατί δεν ζητάς τις αποδείξεις από τον ίδιο τον πατέρα σου;”, είπε η Κλυμένη.
Να τις ζητήσει, αλλά πού να τον βρει;
Η Κλυμένη τότε οδήγησε τον Φαέθοντα στις Ινδίες, όπου ανέτειλε κάθε μέρα ο Ήλιος.
Όταν ο Φαέθων έφτασε στο παλάτι του θεού Ήλιου, έμεινε έκθαμβος. Οι κολώνες και οι πόρτες ήταν φτιαγμένες από τον Ήφαιστο με χρυσό, ασήμι, μπρούντζο κι ελεφαντόδοντο. Ο Ήλιος καθόταν επάνω σε έναν θρόνο από σμαράγδια και γύρω του ήταν αγάλματα θεών και θεοτήτων που παρίσταναν το πέρασμα του Χρόνου.
“Είσαι ο πατέρας μου;” τον ρώτησε.
“Ναι”, απάντησε ο θεός Ήλιος. “Και ορκίζομαι στα ύδατα της Στυγός ότι θα σου χαρίσω ό,τι μου ζητήσεις”.
“Θέλω να οδηγήσω για μια μέρα το άρμα σου”, είπε ο Φαέθων.
Αμέσως κατάλαβε ο Ήλιος ότι από τη λαχτάρα που είδε τον γιο του, δεν είπε τον σωστό λόγο, είχε κάνει λάθος. Άρχισε να ικετεύει τον Φαέθοντα για να του ζητήσει κάτι άλλο. Τα άλογα είναι πολύ ατίθασα, θα “τα έβρισκε μπαστούνια” ο ίδιος ο Δίας, του έλεγε. Άσε που η διαδρομή στον ουρανό ήταν γεμάτη παγίδες κι έπρεπε να περάσει ανάμεσα σε τέρατα, τον Σκορπιό, τον Λέοντα, τον Ταύρο, τον Καρκίνο…
“Ζήτα μου κάτι άλλο”, έλεγε και ξανάλεγε στον Φαέθοντα.
Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος.
“Μου έδωσες το λόγο σου”, απαντούσε.
Ο Ήλιος που είχε ορκιστεί στα ύδατα της Στυγός, δε μπορούσε ν’ αθετήσει τον λόγο του. Αυτόν τον όρκο δεν τον αθετούσαν ούτε οι θεοί.
Τρελός από αγωνία, έδωσε όσες συμβουλές μπορούσε να δώσει και άφησε τον Φαέθοντα να οδηγήσει το άρμα.
Τα άλογα όμως κατάλαβαν αμέσως ότι τα χέρια που κρατούσαν τα γκέμια, δεν ήταν τα ίδια σήμερα κι άρχισαν να κάνουν τρελίτσες. Καθώς ανέβαιναν στον ουράνιο θόλο, πέρασαν από τον Σκορπιό. Μόλις είδε το τέρας ο Φαέθων, λιποθύμησε από τον φόβο. Τα γκέμια έφυγαν από τα χέρια του. Τα άλογα ξεχύθηκαν στο χάος. Μία βούταγαν χαμηλά, μία πέταγαν ψηλά. Κι όταν το άρμα του Ήλιου πετούσε χαμηλά, τσουρουφλίζονταν τα βουνά κι οι πεδιάδες, εξατμίζονταν τα ποτάμια κι οι λίμνες, έπιαναν φωτιά οι πόλεις. Ακόμα κι ο ποταμός Νείλος έκρυψε το κεφάλι του στην άμμο. Τότε έγινε η έρημος της Σαχάρας
Η θεά Γη δεν άντεχε άλλο μια τόσο μεγάλη καταστροφή κι έτρεξε στον Δία. Κι εκείνος, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, έριξε κεραυνό στο άρμα του Ήλιο, σκότωσε τον Φαέθοντα.
Το πτώμα του Φαέθοντα έπεσε σ’ ένα ποτάμι της Ιταλίας που από τότε λέγεται Ηριδανός.
Ο θεός Ήλιος θρηνούσε για μια ολόκληρη μέρα το χαμό του γιου του. Εξοργισμένος τιμώρησε σκληρά και τα άλογα που τό ‘ριξαν στο σορολόπ. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος δε φάνηκε στον ουρανό και στη Γη βασίλεψε το σκοτάδι.
Οι νύμφες που υπηρετούσαν τον Έσπερο, βρήκαν κι έθαψαν το σώμα του Φαέθοντα. Οι Ηλιάδες, οι αδερφές του Φαέθοντα, θρήνησαν τόσο πολύ τον αδερφό τους πάνω από τον τάφο του στις όχθες του Ηριδανού που, όταν προσπάθησαν να σηκωθούν, τα σώματά τους δεν ήταν πλέον ανθρώπινα. Είχαν μετατραπεί σε κλαδιά και στις κορυφές των κεφαλών τους είχαν φυτρώσει φύλλα. Η μητέρα τους η Κλυμένη προσπάθησε να βγάλει τους φλοιούς από πάνω τους, αλλά εκείνες έκλαιγαν από τον πόνο. Τα σώματά τους μεταμορφώθηκαν σε λεύκες και τα δάκρυά τους έγιναν κεχριμπάρι.
Σύμφωνα με τον ποιητή Οβίδιο, ο τάφος του Φαέθοντα ήταν για πάντα στη σκιά που έκαναν οι λεύκες: «Εδώ κείται ο Φαέθων, ο ηνίοχος του πατέρα του. Μεγάλη ήταν η πτώση του, μεγάλη κι η τόλμη του».
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 22 αρχαία Ελληνικά ονόματα για κορίτσια κι αγόρια