Η λέξη «κάγκουρας» ακούγεται συχνά πυκνά εδώ και αρκετά χρόνια. Πρόκειται ουσιαστικά για άτομα που έχουν «πειραγμένο» αυτοκίνητο κι -επιζητώντας την προσοχή- έχουν τη μουσική στη… διαπασών! «Κάγκουρες» είναι κατά βάση νεαρής ηλικίας άτομα, που φέρονται υπό μία έννοια αλήτικα.
Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από τα… καγκουρό! Διότι, αυτοί που παρακολουθούσαν μηχανοκίνητους αγώνες ταχύτητας, έβαζαν τα χέρια στις τσέπες τους για να ζεσταθούν, θυμίζοντας τη στάση των καγκουρό. Ωστόσο, η ορολογία επεκτάθηκε σταδιακά (και καθιερώθηκε) απ’ τους θεατές στους οδηγούς, οι οποίοι ποζάρουν και «πουλάνε μούρη» δίπλα στα «φτιαχμένα» αυτοκίνητά τους.
Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν ότι «κάγκουρες» ονομάστηκαν αρχικά οι οδηγοί δικύκλων, που οδηγούσαν με μαζεμένα τα χέρια τους και το σώμα τους λυγισμένο προς τα εμπρός, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό το συμπαθέστατα μαρσιποφόρα ζώα.
Πλέον, βέβαια, ο όρος έχει κάποιες φορές και πιο γενική χρήση: Δηλαδή για όποιον προσπαθεί να επιδειχθεί ή να τραβήξει την προσοχή με την οδήγηση, το στυλ του, τη συμπεριφορά του κ.λπ.
Ως προς τα «φτιαγμένα» αυτοκίνητα τώρα, δείγματα ενός «κάγκουρα» είναι, μεταξύ άλλων, οι έξτρα προβολείς, τα φωτάκια neon, οι αεροτομές και τα ισχυρά ηχοσυστήματα. «Καγκουριά» παρουσιάζεται και στα μηχανάκια κατά βάση με πειραγμένες εξατμίσεις και περίεργο φωτισμό.