Μηνιαία σατιρική εφημερίδα. Εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1991 στο Αγρίνιο.

Τον Δεκέμβριο του 1994 πήρε τη μορφή περιοδικού για να κλείσει τον εκδοτικό κύκλο του τον Δεκέμβριο του 1997 πραγματοποιώντας μέχρι τότε πενήντα πέντε συνολικά εκδόσεις.

Ιδρυτής του «Αραμπά», εκδότης και βασικός συντάκτης ήταν ο Παντελής Φλωρόπουλος, ο οποίος είχε γίνει τότε γνωστός από το ευθυμογράφημα που παρουσίαζε καθημερινά στις 10.00΄ η ώρα το πρωί, στον ραδιοφωνικό σταθμό «9.37».

Η εκπομπή του – υπό τον τίτλο «ένα φλιτζάνι γέλιο» – είχε ξεκινήσει στις 7 Φεβρουαρίου 1990. Τον Ιούνιο του 1990 ξεκίνησε και δεύτερη καθημερινή σατιρική εκπομπή (ώρα 12.00΄ – 13.00΄) υπό τον τίτλο «Χαιρέτα μας τον πλάτανο». Οι δύο εκπομπές σημείωναν ακροαματικότητα 52% σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ελλάδα. Σταμάτησαν το 1992.

Η δημοφιλία των δύο αυτών εκπομπών «έστρωσαν το χαλί» στον «αραμπά», η έκδοση του οποίου αποτέλεσε τοπικό εκδοτικό θρίαμβο. Από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ο «Αραμπάς» έκαμε τρεις χιλιάδες συνδρομητές σε μια πόλη που δεν είχε τέτοια παράδοση.

Θεματικός άξονας του «Αραμπά» ήταν αυστηρά η εντοπιότητα και θεώρημα η αντίληψη πως «ό,τι είναι τοπικό, είναι παγκόσμιο». Για να δώσει έναν χαρακτήρα στην πρωτόγνωρη Σχολή Σκέψης του ο «Αραμπάς» χρησιμοποιούσε τον όρο «Συγγραφική Δημοσιογραφία».

Άλλα στοιχεία της καινοτομίας του ήταν η γέφυρα του παρόντος με το παρελθόν, αλλά και των δύο μαζί με τη λαϊκή παράδοση. Η λαϊκότητα του «Αραμπά» εκφράστηκε με το πρωτότυπο ύφος γραφής, αλλά και με την καταγραφή εκατοντάδων λαϊκών μύθων και δεκάδων λαϊκών παραμυθιών, στοιχείο που του δίνει μια ιδιαίτερη λαογραφική αξία. Όλο δε αυτό γινόταν σε πνεύμα ευθυμίας, τετράγωνης λογικής και αληθινής ανεξαρτησίας του λόγου απέναντι στα κυρίαρχα σχήματα όχι μόνο της εξουσίας, ειδικότερα δε των πολιτικών κομμάτων, αλλά και της θρησκείας, της Εκκλησίας, των κοινωνικών έξεων επίσης.

Με την εκλαΐκευση των υψηλών εννοιών έκανε οικεία στον καθημερινό άνθρωπο τα ζητούμενα της διανόησης. Αποδείκνυε στην πράξη ότι ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει τιμώντας ακόμα και τα σκουπίδια του, γιατί η αλλαγή δεν θα έρθει από πάνω, αλλ’ από κάτω, από τον λαό, από την χαμένη στο πλήθος αφανή, άσημη, ανώνυμη ανθρώπινη μονάδα.
Πολλοί είχαν σχηματίσει την εντύπωση ότι ο «Αραμπάς» υπηρετεί έναν ραφιναρισμένο ρομαντισμό. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μίλησαν και για ιδιορρυθμία. Σε μια αντικειμενική προσέγγιση όμως ο καθένας θα μπορούσε να διακρίνει έναν εκλεπτυσμένο ρεαλισμό.

Η φιλοσοφία του «Αραμπά» ήταν απλή. Έλεγε ότι θα χτίσουμε τον νέο κόσμο με τα υλικά που έχουμε, όχι με τα υλικά που θα θέλαμε να έχουμε. Χωρίς άνωθεν βοήθεια, χωρίς την καθοδήγηση κανενός, χειροποίητα, αλλά γνωστικά.

Η πολιτική θεωρία του «αραμπά» ήρθε σε σύγκρουση με την πολιτική πρακτική του καιρού του. Επικρατούσε τότε η κομματική οδηγία που έλεγε ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», αξίωμα που οδηγούσε όμως στην απλοϊκή λογική ότι πολιτική είναι η τέχνη της διαχείρισης.

Στον αντίποδα αυτής της κυρίαρχης ιδέας ο «Αραμπάς» εμφάνιζε την πολιτική ως δημιουργική δύναμη. Στην αρθρογραφία του αντιπαρέθετε την λογική που έλεγε ότι «πολιτική είναι η τέχνη του ανέφικτου» κι εξηγούσε ότι πολιτική είναι η τέχνη να κάνεις εφικτά τα ανέφικτα. Πράγμα που σήμαινε ότι μπορούν όντως να υλοποιηθούν τα οράματα του πολιτών και όχι των πολιτικών.

Η σάτιρα του «Αραμπά» δεν έγινε ποτέ μοχθηρή για κανέναν και για τίποτε. Ακόμα και στη μεγαλύτερη οξύτητά της διατηρούσε την αθωότητα του παιδιού. Χωρίς να κολακέψει ποτέ το αναγνωστικό κοινό του, άσκησε κριτική και, φυσικά, σάτιρα σε όλα αδιακρίτως τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά και στις συντεχνίες των διανοουμένων και των λογίων.

Η κατασκευή του «Αραμπά» πήγαινε προς ένα πολύτροπο τοπικό έντυπο που θα λειτουργούσε ως αντίδοτο στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης. Στη θέση του απρόσωπου και στεγνού editorial υπήρχε πάντα ένας προσωπικός και χυμώδης χαιρετισμός που ξεκινούσε με την οικεία σε όλους έκφραση «γεια σου, τι κάνεις;», με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν τα παραμύθια στην αρχή της αφήγησης λέγοντας «μια φορά κι έναν καιρό». Ο αναγνώστης αισθανόταν έτσι ότι αποσπάται από τη μάζα, γινόταν για λίγο μοναδικός, μέσα στην θλιβερή και άχαρη καθημερινότητά του ερχόταν κάποιος να του μιλήσει με κέφι και ειλικρίνεια.

Ο «Αραμπάς» γεφύρωνε τις γενιές που είχαν αρχίσει ν’ απομακρύνονται η μία από την άλλη. Η δεκαετία του ‘90 απαξίωνε το παλιό κι αποθέωνε το νέο. Αυτό διεύρυνε το χάσμα των γενεών. Ο «Αραμπάς» έφτιαξε έναν αρμό που συνέδεε τη ρίζα του δέντρου με το κλαδί, κέρδισε αναγνώστες σε όλες τις ηλικίες, τον διάβαζαν οι γέροντες και οι νέοι, όλα τα μέλη της οικογένειας.

Στην προϊντερνετική εποχή της δεκαετίας του ‘90 ο «Αραμπάς» είδε την κρίση της έντυπης δημοσιογραφίας. Επιχείρησε να την θεραπεύσει πιλοτικά σε μια επαρχιακή πόλη, ξεκινώντας από το ήθος και την ευθιξία. Η κυρίαρχη τηλεόραση λεηλατούσε αδίστακτα την εφημερίδα, έδινε την εντύπωση ότι δεν υπάρχει μέλλον για τον έντυπο Τύπο. Σκοπός του «Αραμπά» ήταν ν’ αντιπαραβάλλει ένα χαριτωμένο δημιούργημα απέναντι στην λαίμαργη και αχόρταγη τηλεοπτική εικόνα. Έλεγε ότι «το δημιούργημα γίνεται δημιουργός». Εννοούσε μ’ αυτό πως η συνταγή του είναι εφαρμόσιμη όχι μόνο στο Αγρίνιο, αλλά και σε άλλες πόλεις, σε άλλους Δήμους, υπό τον όρο ότι θα συγκινούνταν οι τοπικές πνευματικές δυνάμεις, Δημοσιογραφικές και Συγγραφικές. Ήξερε ότι στην Αθηνοκεντρική Ελλάδα ασφυκτιούσαν όπως ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα, βίωναν τον αργό θάνατο μέσα στη ραθυμία της μικρής επαρχιακής πόλης.

Με την καλλιέργεια της αναγνωστικής ικανότητας του τοπικού κοινού ο «Αραμπάς» οραματιζόταν να θρέψει την Λογική Δημοσιογραφία, ώστε ν’ αντέξει στην συνεχώς αυξανόμενη εξουσία της Εικονικής Δημοσιογραφίας.

Πόσο αναγκαία ήταν όλα αυτά, φάνηκε αργότερα, στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, στην – άρρωστη δημοσιογραφικά – «εποχή των μνημονίων».

Ο εκδότης της «Παναιτωλικής» Γρηγόρης Σταυρόπουλος χαρακτήριζε τον Φλωρόπουλο «νέο Σουρή». Και ο Αγρινιώτης καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Θανάσης Παλιούρας έλεγε ότι ο «Αραμπάς» υπήρξε «το δημοφιλέστερο έντυπο που βγήκε ποτέ στην Ελληνική Περιφέρεια».

Άρθρα και ρεπορτάζ για τον «Αραμπά» δημοσιεύτηκαν πολλές φορές σε όλα σχεδόν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στις μεγάλες εφημερίδες της εποχής («Καθημερινή», «Ελευθεροτυπία», «Νέα», «Νίκη», «48 Ώρες», «Ποντίκι», κλπ) την ιδιωτική και την κρατική τηλεόραση και το ραδιόφωνο, όχι μόνο στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, καθώς και της Κύπρου. Επώνυμοι δημοσιογράφοι εκφράστηκαν επαινετικά και άλλοι διθυραμβικά για την πρωτοπορία αυτή στον χώρο του Τύπου.

Ο αρχισυντάκτης ειδήσεων του Mega και μετά του Sky Νίκος Χρυσαφόπουλος (1955 – 1995) είχε πει ότι η συνταγή του «Αραμπά» είναι συνταγή ανανέωσης του Πανελλαδικού Τύπου. «Ο Αθηναϊκός Τύπος είναι εγκλωβισμένος. Οποιαδήποτε ανανέωση και να επιχειρήσει, θα σημαίνει καταστροφή του. Η ανατροπή του και η προοπτική του θα έρθουν από την φρέσκια σε ιδέες επαρχία». Είπε επίσης: «Η επιτυχία του και η ποιότητά του είναι άθλος και έκπληξη για τα δημοσιογραφικά δεδομένα στην Περιφέρεια».

Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό που συνέβη σε Δημοσιογραφικό Γραφείο της «Καθημερινής», το οποίο επισκέφθηκε ένας Αγρινιώτης. Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καπράνος ρώτησε: «Είστε από τη χώρα του Αραμπά»; «Ξέρετε τον Αραμπά;» αντιρώτησε ο Αγρινιώτης. Και η απάντηση: «Ποιος δημοσιογράφος στην Αθήνα δεν ξέρει τον Αραμπά;».

Ο συγγραφέας Δημήτρης Γιάκος στην «Παναιτωλική» (10.9.1991) κάνει λόγο για έναν «τετραπέρατο Αραμπά… σεμνότατο στο βαθύτερο πνεύμα του». Έκαμε λόγο για αξιοθαύμαστο εκδοτικό κατόρθωμα με «κείμενα έξοχα από κάθε πλευρά, γεμάτα χιούμορ, επικαιρότητα και με καλή αντικειμενική προαίρεση γραμμένα πάνω στα ποικίλα θέματα του καιρού μας, κωμικά, κωμικοτραγικά, τοπικά, πανελλήνια και παγκόσμια».

Συνεργάτες του «Αραμπά» υπήρξαν οι ποιητές: Γιάννης Υφαντής, Δημήτρης Πιστικός, Γιώργος Ζιόβας και ο μετέπειτα εκδότης του ποιητικού περιοδικού «Ίβυκος» Γιάννης Καραμητσόπουλος. Και οι συγγραφείς: Κώστας Κονταξής, Κώστας Δήμου Μαραγιάννης, Μάκης Γερολυμάτος, Κώστας Κακαβιάς. Στον «Αραμπά» δημοσίευσε το πρώτο της διήγημα η συγγραφέας Βησσαρία Ζορμπά – Ραμμοπούλου κι έκαμαν τα πρώτα τους δημοσιογραφικά βήματα η Νάντια Σαμαρά (μετέπειτα εκδότρια της ημερήσιας εφημερίδας «Συνείδηση»), ο Πάνος Τσακανίκας, ο Σωκράτης Τσόμπος, ο Γιώργος Παπατριανταφύλλου κ.ά.

Κατά καιρούς συνεργάστηκαν επίσης πολλοί αρθρογράφοι, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Τσεκούρας, ο Νώντας Κόκκιος, η Ντίνα Γκόβελα, η Αγγελική Φούντα, ο Γιώργος Κωστακόπουλος,, ο Θανάσης Μανιφάβας, ο Γιώργος Γρίβας, ο Νίκος Σιάμος, η Βάγια Σπυρέλη, η Γεωργία Βλάχου, ο Γιώργος Σολτάτος, ο Κώστας Πατρώνης, ο Γρηγόρης Παπαλέξης και ο Μάκης Γουβέλης. Πολυεπίπεδη ήταν η συνεργασία του Γιάννη Γιαννακόπουλου.

Απαραίτητο στοιχείο της Σχολής του «Αραμπά» ήταν η σκιτσογραφία. Τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του βγήκε με τα σκίτσα του μαθητή τότε Ανδρέα Μωραΐτη. Στον «Αραμπά» αναδείχτηκε ως σκιτσογράφος ο Χρήστος Παπανίκος, ο οποίος γνώρισε αργότερα πανελλήνια αναγνώριση, αποτελεί δε τη μακροβιότερη συνεργασία, αλλά και το μεγαλύτερο εύσημο του Αραμπά».

Στο Διαφημιστικό Τμήμα εργάστηκαν ο μετέπειτα δάσκαλος Στέλιος Φούντας και ο μετέπειτα βουλευτής Θάνος Μωραΐτης. Πολυτιμότερη παρουσία όλων και στυλοβάτης ήταν η Βάσω Καρροπούλου, επωμίστηκε την ευθύνη για τις συνδρομές, την διεκπεραίωση, την διακίνηση και τις διαφημιστικές καταχωρήσεις της έκδοσης.

Η ανάμνηση του αιρετικού «Αραμπά» τα χρόνια που ακολούθησαν, μετουσιώθηκε σ’ έναν δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό θρύλο του Αγρινίου. Όταν κάποτε σ’ ένα καφενείο ένας παππούς διάβαζε τον «Αραμπά», τον ρώτησε ο καφετζής αν του αρέσει. Κι αυτός απάντησε: «Μα…αυτό εδώ είναι το χαμόγελο του Αγρινίου». Στη μνήμη όσων τον γνώρισαν, ο «Αραμπάς» φαντάζει σαν αερικό που διάβηκε από την πόλη κι έκαμε όλους να βλέπουν τον κόσμο αλλιώς.

Scroll to Top